- βιατάς
- βιατάς, ο (Α)1. δυνατός, ισχυρός2. (για κρασί) δυνατό, που μεθά.[ΕΤΥΜΟΛ. < βία ή < βιώ «πιέζω, εξαναγκάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιατάς — βιᾱτά̱ς , βιατης masc acc pl βιᾱτά̱ς , βιατης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)